κουντούρι

κουντούρι
το
βλ. κουντούρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουντούρι — το (Μ κουντούρι και κουντόρι) [κουντούρα] παπούτσι μσν. φρ. «κρατῶ κάποιον εἰς τὸ κουντόρι» ακολουθώ κάποιον κατά πόδας, παρακολουθώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κουντούρα — κουντούρα, η και κουντούρι, το (λ. τουρκ.) 1. είδος χαμηλού παπουτσιού των χωρικών. 2. παπούτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”